- ξανταίνω
- 1. απαλλάσσομαι από εμπλοκή, από μπλέξιμο, ξεμπλέκομαι2. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω, βλέπω, ξανοίγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ανταίνω / νταίνω «εμπλέκομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφουφουδιάζω — κ. λιάζω 1. ανοίγω λίγο τα φτερά, αναφτερουγίζω 2. ανοίγω, λαναρίζω, ξανταίνω (πούπουλα, μαλλί, βαμβάκι) η πράξη: αναφουφούδιασμα κ. λιασμα … Dictionary of Greek